-
1 обыск
-а α.έρευνα, ψάξιμο, αναζήτηση•произвести обыск κάνω έρευνα•
подвергать -у υποβάλλω σε έρευνα•
найти при -е βρίσκω κατά την έρευνα.
-
2 исследование
-я ουδ.εξερεύνηση, έρευνα, μελέτη, εξέταση• ανάλυση•исследование почв έρευνα των εδαφών•
исследование крови ανάλυση του αίματος•
исследование в области атомной энергии έρευνα στον. τομέα της ατομικής ενέργειας•
исследование арктики εξερεύνηση της Λίρκτικής.
-
3 обыскать
обыщу, обыщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обысканный, βρ: -кан, -а, -оρ.σ.μ.ερευνώ, κάνω έρευνα, ψάχνω, αναζητώ•обыскать комнату κάνω έρευνα στο δωμάτιο•
обыскать преступника κάνω έρευνα στον εγκληματία.
(απλ.) ψάχνω πολύ χρόνο• ψάχνω όλα, παντού. -
4 зондирование
I. 1. (изучение верхних слоев атмосферы) η έρευνα, η βολιδοσκόπηση 2. (исследова-ние подпочвы) η βολιδοσκόπηση/κατό-πτευση/έρευνα του υπερεδάφους. II.(мед) η εξέταση με καθετήρα/μήληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зондирование
-
5 исследование
1. (научно-исследовательская работа) η μελέτη, η εξερεύνηση- в области больших скоростей ав. - στην περιοχή των μεγάλων ταχυτήτων3. (лётное, географическое, космическое и т.п.) η διερεύνηση, η έρευνα 4. (анализ) η εξέταση, η ανάλυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исследование
-
6 разведка
η αναγνώριση, η ανίχνευση, (полезных ископаемых) η έρευνα/αναζήτηση των κοιτασμάτων (ορυκτών)сейсмическая - η μελέτη διάδοσης των σεισμικών κυμάτων/δονήσεωνэлектрическая - μέσω μελέτης των ηλεκτρικών/ηλεκτρομαγνητικών πεδίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разведка
-
7 исследование
исследование с 1) η έρευνα, η μελέτη η ανάλυση (анализ) \исследование крови η εξέταση του αίματος 2) (научный труд ) η μελέτη* * *с1) η έρευνα, η μελέτη; η ανάλυση ( анализ)иссле́дование кро́ви — η εξέταση του αίματος
2) ( научный труд) η μελέτη -
8 обыск
-
9 опрос
-
10 обыск
обыскм ἡ ἐρευνα, τό ψάξιμο:подвергать \обыску ὑποβάλλω σέ ἐρευνα. -
11 поиск
-а α. πλθ. -иέρευνα, ψάξιμο• αναζήτηση•бесполезные -и άκαρπη αναζήτηση•
в -ах счастья σε αναζήτηση ευτυχίας.
|| (στρατ.) ανίχνευση. || ανερεύνηση, διερεύνεση• λεπτομερής έρευνα. -
12 аэрогеоразведка
η γεωλογική έρευνα από αέρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аэрогеоразведка
-
13 гидролокация
η έρευνα με υδροακου-στικό/υδρόφωνο/σόναρ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидролокация
-
14 дефектация
η έρευνα/ο έλεγχος για τα ελαττώματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефектация
-
15 доследование
юр. η συμπληρωματική έρευνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доследование
-
16 изыскание
1. (научно-исследовательская работа) η έρευνα 2. (предварительный этап строительства) η (προ)μελέτ/η (για την κατασκευή)η διερεύνησηобщие - я γενικές - ες/έρευνες3. (геол.) η έρευν/α, η ανίχνευσηгидротехнические - я υδροτεχνικές - ες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изыскание
-
17 исследуемый
ο υπό έρευνα/μελέτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исследуемый
-
18 каротаж
(геофиз) η έρευνα στις γεωτρήσεις (μέσω γεωφυσικών μεθόδων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каротаж
-
19 микроисследование
η μικρή έρευνα, η μικρή εξέταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микроисследование
-
20 микрошлиф
η μικροτομήτο μικρό δείγμα (με λεία επιφάνεια) για χημική έρευνα/εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > микрошлиф
См. также в других словарях:
ἐρεύνα — ἐρεύνᾱ , ἔρευνα inquiry fem nom/voc/acc dual ἐρεύνᾱ , ἐρευνάω seek pres imperat act 2nd sg ἐρεύνᾱ , ἐρευνάω seek imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρευνα — inquiry fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
έρευνα — η 1. η πράξη του ερευνώ, αναζήτηση, αλλ. ψάξιμο: Σωματική έρευνα. 2. λεπτομερής μελέτη, εξέταση, αναζήτηση: Επιστημονική έρευνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρευνᾷ — ἐρευνάω seek pres subj mp 2nd sg ἐρευνάω seek pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρευνάω seek pres subj act 3rd sg ἐρευνάω seek pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεύνας — ἐρεύνᾱς , ἔρευνα inquiry fem acc pl ἐρεύνᾱς , ἔρευνα inquiry fem gen sg (doric aeolic) ἐρεύνᾱς , ἐρευνάω seek imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνᾶι — ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres subj mp 2nd sg ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres subj act 3rd sg ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνάσας — ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek pres part act fem acc pl (doric) ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek pres part act fem gen sg (doric) ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνάσει — ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek fut ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνᾶν — ἔρευνα inquiry fem gen pl (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐρευνᾶ̱ν , ἐρευνάω seek pres inf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεύναν — ἐρεύνᾱν , ἐρευνάω seek imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρεύνᾱν , ἐρευνάω seek imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)